- μάλουρος
- -η, -ο (Α μάλουρος, -ον, θηλ. και μάλουρις και μαλουρίς)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο μάλουροςζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας maluridae ή sylviidae, τα οποία απαντούν στην Αυστραλίααρχ.αυτός που έχει λευκή ουρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλός (I) «λευκός» + -ουρος (< οὐρά)].
Dictionary of Greek. 2013.