μάλουρος

μάλουρος
-η, -ο (Α μάλουρος, -ον, θηλ. και μάλουρις και μαλουρίς)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μάλουρος
ζωολ. γένος μικρών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας maluridae ή sylviidae, τα οποία απαντούν στην Αυστραλία
αρχ.
αυτός που έχει λευκή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλός (I) «λευκός» + -ουρος (< οὐρά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάλουρος — white tailed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”